Ἀθηναίου

Ἀθηναίου
Ἀθήναιον
the temple of Athena
neut gen sg
Ἀθήναιος
masc gen sg
Ἀθηναί̱ου , Ἀθηναῖος
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Οδρύσες — Ισχυρός λαός της Θράκης που κατοικούσε στον πάνω Έβρο και κοντά στους ποταμούς Τόνζο και Εργινία. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Θουκυδίδη, τη χώρα τους διέσχιζε ο παραπόταμος του Έβρου Αρτισκός. Ήταν λαός πολεμικός και ως κύρια ασχολία του είχε την… …   Dictionary of Greek

  • Σταγειρίτης, Αθανάσιος — Λόγιος. Έζησε στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. Καταγόταν από τα Στάγαρα της Μακεδονίας. Διετέλεσε καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στην Καισαροβασιλική Ακαδημία των Ανατολικών Γλωσσών της Βιέννης. Ήταν ένας από τους κυριότερους… …   Dictionary of Greek

  • Афиней — У этого термина существуют и другие значения, см. Афиней (значения). Афиней, Афеней, Атеней, Афиней Навкратийский (др. греч. Ἀθήναιος Ναυκρατίτης, позднегреч. Ἀθηναῖος Ναυκρατίτης, лат. Athenaeus)  древнегреческий ритор и грамматик из… …   Википедия

  • Galānos — Galānos, Demetrios, geb. 1760 in Athen, studirte die Wissenschaften daselbst, dann in Missolunghi u. Patmos, lebte dann in Constantinopel, wurde 1786 Lehrer der Griechischen Sprache in Calcutta u. lebte seit 1792 in Benares, dem Studium des… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • SICINUS — Ptol. Sicenus Straboni, Sycinus Plinio, l. 4. c. 12. Oenoe etiam Apollonio et Stephano, insul. maris Aegaei, una Sporadum. Prope Pholegandrum (in quit Bl. 1. Chanaan, c. 14.) est Sicinus, de quâ praeter Melam et Ptolemaeum meminit Scylax et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”